Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Ο Σιμων Καράς έγραψε για τον Νίκο Στεφανίδη :

Ευρισκόμεθα εις το 1941, αν ενθυμούμαι καλώς. Έμενα τότε στο Νέο Ηράκλειο, στην Καναπίτσα. Στον σύλλογο [σημ. Σύλλογος προς Διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής] κατέβαινα και έκανα μαθήματα και πρόβες. Εις την ομάδα της συναυλίας, την ορχήστρα ας πούμε, ήτανε και ένας που έπαιζε κανονάκι. Δεν ενθυμούμαι το όνομά του τώρα, ήταν Θρακιώτης, πρακτικός άνθρωπος, μα δεν ήταν κατηρτισμένος μουσικά. Έπαιζε το όργανό του, μα δεν ήταν κάπως δεξιοτέχνης και δεν μπορούσε να αφομοιώσει τις μουσικές φράσεις. Τον έπαιρνα λοιπόν καμια φορά (καθότανε σε ένα σπίτι περιβολάρικο στα Κάτω Πατήσια), αλλά δεν τα πολυκατάφερνε. Έτσι μια μέρα μου λέει:

-Κύριε δάσκαλε, τι να με κάνεις εμένα; Εγώ δεν είμαι ο κατάλληλος μουσικός. Ε, παίζω λιγάκι, αλλά πρέπει να πας στη Νέα Ιωνία, όπου είναι ένας ρολογάς. Νίκο τον λένε. Να βρεις αυτόν τον Νίκο, παίζει πολύ καλά, ξέρει και μουσική και θα σου κάνει. Εγώ τι να σου κάνω, πολεμάω αλλά δεν τα καταφέρνω.

-Καλά, λέω.

Κατεβαίνω λοιπόν μια Κυριακή στη Νέα Ιωνία. Εκεί έψαξα για τον Στεφανίδη. Ρώτησα, έμαθα και πήγα και τον βρήκα. Ήταν κατάκοιτος, άρρωστος. Εκνευρισμένος όλως διόλου. Ήταν ασθενικός πάντοτε, αλλά τότε και λόγω της πείνας και λόγω της οικογένειας που είχε να θρέψει, ήταν άσχημα. Η καημένη η Βασιλικούλα [σημ. η γυναίκα του] εστέκετο σαν λαμπάδα αναμμένη τριγύρω του. Πήγα λοιπόν και τον άρχισα να του λέω για την μουσική, να του λέω για τόνα, να του λέω για τ΄ άλλο. Μου είπε πως είχε δεκατέσσερα χρόνια να παίξει. Τότε του λέω, είναι αμαρτία από τον Θεό. Θα ΄ρθεις να πάμε στο ραδιόφωνο, θα σ΄ ακούσει ο κόσμος. Και κατορθώνω να τον σηκώσω από το κρεβάτι. Σιγά σιγά πήρε το όργανο, το κούρντισε, το οργάνωσε και τον πήραμε στο σύλλογο για να παίζει.

Βέβαια, η παράδοση των ανθρώπων που έρχονται από την Ανατολή, δεν είχε πολύ σχέση με τα εθνικά τραγούδια, τα δικά μας. Διότι αυτοί έπαιζαν κατά ανατολίτικο τρόπο και επιπλέον στο βάθος της Ανατολής δεν είχαν τραγούδια σε ρυθμούς όπως είναι τα ελληνικά. Παρόλα αυτά σιγά σιγά εμπήκε εις το νόημα. Βέβαια ο Νίκος ήταν καλλιεργημένος άνθρωπος, δηλαδή είχε μια ευαισθησία και ως άνθρωπος, αλλά ιδιαίτερα και ως μουσικός. Είχε τέτοια μουσική ευαισθησία που το κάθε τι ήθελε να το κάνει όσο το δυνατόν καλύτερο, τελειότερο. Εκείνος ο οποίος ήταν ενθουσιωδέστερος και αυτού, ήταν ο Τομπούλης, που ήταν επίσης έξοχος μουσικός, τραγουδιστής ωραίος και πολύ εργατικός. Πολλές φορές οι μουσικοί κάθονταν και έπιαναν την κουβέντα κατά τις πρόβες. Τότε ο Τομπούλης έλεγε: «Αμάν! Νικολάκη, Αντωνάκη κ.λ.π…, άντε να παίξουμε, να κάνουμε κάτι τι, ραδιόφωνο είναι εδώ, κόσμος ακούει1». Και άρχιζε αμέσως η άμιλλα, ποιος θα το κάνει καλύτερο, κυρίως αυτοί οι δύο μουσικοί (Τομπούλης και Στεφανίδης), μαζί με τα υπόλοιπα όργανα, έκαναν την ορχήστρα να δέσει τόσο πολύ με τις συνεχείς πρόβες, έτσι ώστε να αποτελούν ένα ομοιογενές σύνολο, που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει κανείς πλέον και να φύγει. Ο Στεφανίδης βέβαια έπαιζε κύριο ρόλο διότι ήξερε να παίζει και «σόλα» στο όργανο, οπότε εισήγαγε τον ακροατή στο άκουσμα του τραγουδιού, και μπορούσε να περνάει από το ένα άκουσμα στο άλλο μαλακά. Τότε ήτανε νέος ακόμα. Στα τελευταία του, ήταν μεγάλος στην ηλικία πια, και ταλαιπωρημένος άνθρωπος στην ζωή. Η προσφυγιά τον είχε τσακίσει.

Έπαιζε και λύρα και ούτι. Είναι απαραίτητα αυτά για τους ανθρώπους που είναι δάσκαλοι και θέλουν να κάνουν τον δάσκαλο. Δεν ξέρω τι ακριβώς μπορούσε να αποδώσει από απόψεως διδασκαλικής, διότι όσοι επήγαιναν για να μάθουν, νομίζω πως τους έδειχνε περισσότερο τις «πενιές». Πόσες πενιές θα κάνουν στον κάθε χρόνο, πώς θα κάνουν τις υποδιαιρέσεις του χρόνου, πώς να παίζουν γρήγορα, πώς να κάνουν διπλοπενιές.

Ως γνωστόν, παλιότερα πατούσαν με το νύχι του αριστερού χεριού τις χορδές για να ανεβοκατεβάζουν τον τόνο και έπαιζαν μόνο με το δεξί. Τα μανταλάκια [...] έδωσαν την ευχέρεια να ανεβοκατεβάζουν τα διαστήματα και ελευθέρωσαν και τα δύο χέρια, έτσι ώστε να μπορούν να παίζουν διπλοπενιές. Αυτό ήτανε σπουδαίο, γιατί εστόλιζε και γέμιζε την ορχήστρα. Ο Νίκος δε, είχε μεγάλη ευχέρεια να αλλάζει μανταλάκια στη διάρκεια του τραγουδιού και να πέφτει από τον έναν ήχο (μακάμ) στον άλλον. Επιπλέον ο Νίκος ήξερε και την ανατολίτικη και τη φράγκικη (ευρωπαϊκή) και την βυζαντινή μουσική γλώσσα. Διάβαζε του Κηλτζανίδη το βιβλίο και από εκεί προσπαθούσε…Του 'λεγα δηλαδή, μακάμ τάδε και συνεννοούμαστε. Με τους άλλους λέγαμε π.χ. ντο ματζόρε, ή από αυτόν τον τόνο. Ενώ στη χορωδία συνεννοούμαστε ελληνικά π.χ. ήχος τάδε κ.λ.π. Για τον Νίκο, δεν ξέρω ακριβώς πόσο ήταν θεωρητικά κατηρτισμένος, πριν συνεργασθούμε.

Μια φορά, η θητεία του σε μας ήταν ολωσδιόλου κίνητρο για να τον κάνει να εργασθεί περισσότερο, απ΄ όσο είχε εργασθεί μέχρι τότε. Διότι στην Ανατολή ήξεραν να παίζουν το τάδε μακάμ ή το δείνα τραγούδι, μα δεν είχαν ειδικευθεί σε πράγματα πέρα απ΄αυτά. Και όταν ήρθαν εδώ στην Ελλάδα, μπήκαν σε έναν άλλον χώρο, τον οποίον όμως επλούτισαν και τίμησαν με την τέχνη τους. Γιατί άμα δεν ήσαν αυτοί οι άνθρωποι, οι δικοί μας εδώ θα μπορούσαν να κάνουν τίποτε; Το ατύχημα είναι ότι ο Νίκος δεν μπόρεσε, και δεν ξέρω πώς θα μπορούσε να ευδοκιμήσει ως δάσκαλος. Εννοώ δηλαδή να πάρω έναν άνθρωπο με ενδιαφέρον και να του πω, πάρε τον και να τον κάνεις να παίζει όπως εσύ. Γι' αυτό το θέμα είχα πει κάποτε σε έναν υπουργό: Να φέρουμε έναν άνθρωπο από την Τουρκία (ή από την Αίγυπτο) να μας διδάξει κανονάκι. [...] Ένας άνθρωπος να μας διδάξει τους ήχους μας κ.λ.π., να μας δείξει ένα όργανο που είναι καθαρά ελληνικό. Δεν έγινε όμως τίποτα.

Ο Στεφανίδης είχε βάλει και πολλά μανταλάκια στο κανονάκι, και σε συνδυασμό με την ευχέρεια που τον διέκρινε, μπορούσε να μεταφέρει τον τόνο, να αλλάζει δηλαδή την βάση του ήχου, ώστε να ταιριάζει με τα άλλα όργανα και τις φωνές. Είχε μια ικανότητα να προσαρμόζεται πάντοτε και επιτύχαινε αποτελέσματα, τα οποία δεν θα μπορούσε ένας άλλος να πετύχει αν δεν τα 'παιζε απ΄ ορισμένη βάση για κάθε ήχο. Είχε επαφές και με την Τουρκία. Άκουγε σταθμούς. Σ΄ αυτό ήτανε «μανούλα» και έγραφε πάντοτε ό,τι τον ενδιέφερε.

Πάντως ο Νίκος ήτανε σπουδαίος, ολιγομίλητος, συμμαζεμένος στον εαυτό του. Δεν ήταν από θρησκευτικότητα που τον λέγανε θρησκόληπτο. Ήταν απλά ένας καλός χριστιανός. Με τους άλλους συνάδελφους του δε, ήτανε πάντοτε ευγενέστατος.

Ήτανε καλός και χρήσιμος άνθρωπος. Έπρεπε όμως να ήτανε λιγάκι νεότερος και να είχαμε την δυνατότητα να τον βοηθήσουμε να κάνει τον δάσκαλο. Γιατί ήταν όλη την ημέρα στο ρολογάδικο και αυτό τον εκνεύριζε. Τον σακάτευε η δουλειά αυτή: με το φακό στο μάτι για να φτιάχνει τα ρολόγια.

Δυστυχώς ο τόπος μας …δεν σηκώνει παραπάνω. Πού είναι ένας μάστορας που θα διαδεχθεί έναν άλλο μάστορα;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου